- στερνοτυπής
- στερνο-τῠπής, ές,A of or from beaten breasts,
κτύπος E.Supp.604
(lyr.);σ. πάταγος AP7.711
(Antip.); cf.στέρνον 1.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κτύπος E.Supp.604
(lyr.);σ. πάταγος AP7.711
(Antip.); cf.στέρνον 1.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στερνοτυπής — ές, ΜΑ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στενοτυπία* («πάταγος στερνοτυπής», Αντίπ. Θεσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στέρνον + τυπής (< τύπτω «χτυπώ»), πρβλ. μηρο τυπής] … Dictionary of Greek
στερνοτυπῆ — στερνοτυπής of neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) στερνοτυπής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) στερνοτυπής of masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπεῖς — στερνοτυπής of masc/fem acc pl στερνοτυπής of masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπῶν — στερνοτυπής of masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτύπος — ον, Α στερνοτυπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού στερνοτυπής κατά τα επίθ. σε ος] … Dictionary of Greek
στερνοτυπεῖ — στερνοτυπέομαι pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) στερνοτυπής of masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) στερνοτυπής of masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερνοτυπία — ἡ, Α [στερνοτυπής] το να θρηνεί κανείς γοερά χτυπώντας το στήθος του … Dictionary of Greek
στερνοτυπούμαι — έομαι, Α [στερνοτυπής] στερνοκοπούμαι … Dictionary of Greek